- φορτίζετε
- φορτίζωloadpres imperat act 2nd plφορτίζωloadpres ind act 2nd plφορτίζωloadimperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορτίζεθ' — φορτίζετε , φορτίζω load pres imperat act 2nd pl φορτίζετε , φορτίζω load pres ind act 2nd pl φορτίζεται , φορτίζω load pres ind mp 3rd sg φορτίζετο , φορτίζω load imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) φορτίζετε , φορτίζω load imperf ind act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτίζω — ΝΜΑ [φορτίς, ίδος] νεοελλ. 1. (σχετικά με μπαταρία) ενισχύω το ηλεκτρικό φορτίο, γεμίζω 2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερο βάρος, ένταση, σημασία (α. «η αναφορά στο θέμα τών αγνοουμένων φόρτισε την ατμόσφαιρα» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο πάθος»)… … Dictionary of Greek